Σε μια μικρή εργασία του με τίτλο « Κρύωμα, ασθένεια και γέννηση » ο Ερνστ Τζόουνς –αναφερόμενος στις σκέψεις μου που περιλαμβάνονται στο άρθρο «Ανάπτυξη του αισθήματος πραγματικότητας και τα στάδια του», καθώς και στις ιδέες των Τρότερ, Στέρκε, Αλεξάντερ και Ρανκ για το θέμα αυτό – απέδωσε εν μέρει την τάση πολλών ανθρώπων να κρυολογούν σε τραυματικές εντυπώσεις της μικρής παιδικής ηλικίας, ειδικότερα στα αισθήματα δυσαρέσκειας που θα νιώσει το παιδί όταν αποσπασθεί από τη ζεστασιά του μητρικού περιβάλλοντος, αίσθημα που, αργότερα, σύμφωνα με το νόμο του καταναγκασμού επανάληψης, θα ξαναζεί αδιάκοπα. Ο Τζόουνς στήριζε τα συμπεράσματα του κυρίως σε επιχειρήματα της φυσιοπαθολογίας, αλλά εν μέρει επίσης σε αναλυτικά επιχειρήματα. Σε αυτό το μικρό κείμενο θα ήθελα να σας ανακοινώσω μια παρόμοια σκέψη, που εκτείνεται όμως σε ένα πεδίο ευρύτερο.
Μετά την επανάσταση που έφερε ο Φρόιντ με το έργο του πάνω στις ορμικές βάσεις που έχει κάθε τι το οργανικό, βάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν περαιτέρω ( στο «Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης », έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε όλα τα φαινόμενα της ζωής, ακόμα και εκείνα της ψυχικής ζωής, σε τελική ανάλυση σαν μια διαπλοκή μορφών εκδήλωσης δύο βασικών ορμών: της ορμής ζωής και της ορμής θανάτου. Μια φορά, ακούσαμε επίσης τον Φρόιντ να ανάγει ένα παθολογικό φαινόμενο στην σχεδόν πλήρη αποσύνδεση των δυο κύριων ορμών. Σύμφωνα με την υπόθεση του, στη συμπτωματολογία της επιληψίας εκδηλώνεται η ανεξέλεγκτη τάση προς αυτοκαταστροφή με σχεδόν πλήρη έλλειψη των αναστολών της θέλησης για ζωή. Έκτοτε, οι ψυχαναλυτικές μου έρευνες ενίσχυσαν την πεποίθηση μου ως προς την ορθότητα αυτής της αντίληψης. Γνωρίζω περιπτώσεις όπου η επιληπτική κρίση ακολουθούσε εμπειρίες δυσαρέσκειας, που έδιναν στο ασθενή την εντύπωση ότι η ζωή δεν αξίζει να τη ζεις. (Φυσικά, με αυτό δεν θέλω να πω τίποτα το οριστικό ως προς την ίδια τη φύση της επιληπτικής κρίσης).
Στη διάρκεια του πολέμου, όταν ήμουν αρχίατρος σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, ένα από τα καθήκοντα μου ήταν να αποφαίνομαι για τη καταλληλότητα προς υπηρεσία πολλών επιληπτικών. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων –καθόλου σπάνιων– προσποίησης και υστερικών κρίσεων, έμενε μια σειρά περιπτώσεων που παρουσίαζαν τυπικά επιληπτικά φαινόμενα, που μου επέτρεπαν να μελετήσω περισσότερο σε βάθος τις εκδηλώσεις της ορμής θανάτου. Τη φάση τονικής ακαμψίας και κλινικών συσπάσεων ακολουθούσε ως επί το πλείστον –με επιμονή του βαθιού κώματος και της διαστολής της κόρης των οφθαλμών– μια πλήρης χαλάρωση του μυϊκού συστήματος και μια εξαιρετικά ανεπαρκής στερτορώδης αναπνοή, ιδιαίτερα δυσχερής, που προκαλούσαν προφανώς η μυϊκή ατονία της γλώσσας και του λάρυγγα. Στο στάδιο αυτό, μια σύντομη παρεμπόδιση των ακόμα διαθέσιμων αναπνευστικών οργάνων μπορούσε πολύ συχνά να σταματήσει την κρίση. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτή η απόπειρα χρειάστηκε να διακοπεί εξαιτίας της απειλής του κινδύνου ασφυξίας. Από εκεί, δεν έμενε παρά ένα βήμα για να γίνει η υπόθεση, πίσω από αυτή τη διαφορά ως προς το βάθος του κώματος, μιας διαφοράς που αφορούσε την ολοκληρωτικού χαρακτήρα αποσύνδεση των ορμών. Δυστυχώς, εξωτερικές συγκυρίες με εμπόδισαν να προχωρήσω πιο πέρα την αναλυτική μελέτη των περιπτώσεων αυτών. Εκείνο που επέτρεψε να αναλύσω σε μεγαλύτερο βάθος την γένεση ασυνείδητων αυτοκαταστροφικών τάσεων είναι η ανάλυση ορισμένων διαταραχών του κυκλοφοριακού και του αναπνευστικού, νευρικής αιτιολογίας, ειδικά του βρογχικού άσθματος, αλλά και περιπτώσεων πλήρους ανορεξίας και απίσχνανσης, ανατομικά ανεξήγητων. Όλα αυτά τα συμπτώματα συμβάδιζαν, κατά περίπτωση, με τη γενική ψυχική τάση των ασθενών που μάχονταν κατά αυτοκτονικών τάσεων. Στην πορεία αναδρομικής ανάλυσης ορισμένων περιπτώσεων παιδικού σπασμού της επιγλωττίδας χρειάστηκε, επίσης, να ερμηνεύσω δύο περιπτώσεις ως απόπειρες αυτοκτονίας με ασφυξία κατά του εαυτού. Η ανάλυση αυτών των τελευταίων περιπτώσεων με οδήγησε στην υπόθεση που θέλω να εκθέσω εδώ, με την ελπίδα ότι περισσότεροι παρατηρητές (σκέφτομαι εδώ κυρίως τους παιδιάτρους) θα συνεισφέρουν επιπλέον υλικό προς επίρρωση της.
Ερχόμενοι στον κόσμο, οι δύο ασθενείς υπήρξαν μη ευπρόσδεκτοι στην οικογένεια φιλοξενούμενοι. Ο ένας επειδή ήταν το δέκατο παιδί μιας μητέρας φανερά υπερφορτωμένης με δουλειά, ο άλλος επειδή καταγόταν από έναν πατέρα που έπασχε από θανάσιμη ασθένεια και που πέθανε λίγο μετά. Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι τα παιδιά ένιωσαν καλά τα συνειδητά και ασυνείδητα σημάδια αποστροφής και ανυπομονησίας της μητέρας, και ότι εξαιτίας αυτού η θέληση τους να ζήσουν συνετρίβη. Στην μετέπειτα πορεία της ζωής τους, σχετικά ασήμαντες αφορμές ήταν αρκετές για να τους προκαλέσουν τη θέληση να πεθάνουν, ακόμα κι αν αυτή αντισταθμιζόταν από μια ισχυρή ένταση της θέλησης. Ηθικός και φιλοσοφικός πεσιμισμός, σκεπτικισμός και καχυποψία έγιναν τα κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα των υποκειμένων αυτών. Μπορούσε να γίνει λόγος επίσης για νοσταλγία, μόλις κρυμμένη, για (παθητική) τρυφερότητα, έλλειψη όρεξης για εργασία, ανικανότητα να κάνουν μια παρατεταμένη προσπάθεια, επομένως για έναν ορισμένο βαθμό συναισθηματικού παλιμπαιδισμού, χωρίς να λείπουν φυσικά μερικές απόπειρες βεβιασμένης ενδυνάμωσης του χαρακτήρα. Μια περίπτωση αλκοολισμού, σε μια γυναίκα ακόμα νέα, αποκαλύφθηκε ότι ήταν μια ιδιαίτερα σοβαρή περίπτωση αηδίας για τη ζωή, ήδη παρούσας από τα παιδικά χρόνια. Η ασθενής φυσικά χρησιμοποιούσε κατ’ επανάληψη δυσκολίες στην αναλυτική συνθήκη, για να κάνει να αναδύονται αυτοκτονικές παρορμήσεις που δύσκολα ελέγχονταν. Μπόρεσε να θυμηθεί, το γεγονός επιβεβαιωνόταν από μέλη της οικογένειας της, ότι –τρίτο κορίτσι μιας οικογένειας χωρίς αγόρι– την υποδέχθηκαν με πολύ λίγη αγάπη. Φυσικά ένιωθε αθώα και επιχειρούσε, με ένα πρώιμο αναμάσημα, να εξηγήσει την αποστροφή και την ανυπομονησία της μητέρας της. Διατήρησε, σε όλη της ζωή, μια τάση για κοσμολογικές εικοτολογίες με μια δόση πεσιμισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, το αναμάσημα των σκέψεων για την καταγωγή κάθε ζωντανού όντος δεν ήταν παρά η προέκταση του ερωτήματος που είχε μείνει αναπάντητο: μα γιατί με έφεραν στον κόσμο, εάν δεν ήταν διατεθειμένοι να με υποδεχθούν με αγάπη; Εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η οιδιπόδεια σύγκρουση αποτελούσε φυσικά μια αναμέτρηση δυνάμεων. Δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος που έπρεπε για να το αντιμετωπίσει, όπως δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των προβλημάτων προσαρμογής στη συζυγική ζωή τα οποία, κατά τύχη, παρουσίαζαν εξαιρετικές δυσκολίες. Παρέμενε ψυχρή. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα «μη ευπρόσδεκτα» παιδιά αρσενικού γένους που μπόρεσα να παρατηρήσω, έπασχαν από λίγο πολύ σοβαρές διαταραχές της στύσης. Συναντούσε κανείς συχνά, σε παρόμοιες περιπτώσεις, την τάση για κρυώματα που ανέφερε ο Τζόουνς: ειδικά σε μια περίπτωση, επρόκειτο για μια ολωσδιόλου ασυνήθιστη νυκτερινή πτώση της θερμοκρασίας που ήταν δύσκολο να βρεθεί η εξήγηση της στο οργανικό επίπεδο, με θερμοκρασίες κάτω του κανονικού.
Φυσικά δεν θα μου αναλογούσε η ευθύνη να εξαντλήσω, ακόμα και κατά το ήμισυ, το πρόβλημα της σημειολογίας αυτού του τύπου ασθένειας, που προσεγγίζω εδώ μόνο σε επίπεδο αιτιολογίας. Όπως παρατήρησα συχνά, η εμπειρία μόνο ενός δεν αρκεί. Δεν ήθελα παρά να δώσω την ένδειξη της πιθανότητας για το γεγονός ότι τα παιδιά που τα υποδέχονται βάναυσα και χωρίς ευγένεια πεθαίνουν εύκολα και ηθελημένα. Είτε χρησιμοποιούν ένα από τα πολλά οργανικά μέσα για να σβήσουν γρήγορα, είτε, εάν ξεφύγουν από το μοιραίο, τους μένει ένας κάποιος πεσιμισμός και μια αηδία για τη ζωή.
Αυτή η αιτιολογική υπόθεση στηρίζεται σε μια από τις τρέχουσες θεωρητικές συλλήψεις, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ορμών ζωής και των ορμών θανάτου στις διαφορετικές ηλικίες. Θαμπωμένοι από την εντυπωσιακή ώση της ανάπτυξης είχαμε την τάση να σκεπτόμαστε ότι, στα όντα που μόλις είχαν έρθει στη ζωή, υπερείχαν κατά πολύ οι ορμές ζωής. Γενικά υπήρχε η τάση να αναπαριστώνται οι ορμές ζωής και οι ορμές θανάτου ως απλώς συμπληρωματικές σειρές, όπου το μέγιστο της ζωής έπρεπε να αντιστοιχεί στην αρχή της ζωής, και το σημείο μηδέν της ορμής ζωής στην προχωρημένη ηλικία. Τώρα, όμως, φαίνεται ότι δεν συμβαίνει ακριβώς έτσι. Έτσι κι αλλιώς, στην αρχή της ζωής, ενδο- και εξω-μήτριο, τα όργανα και οι λειτουργίες τους αναπτύσσονται με μια αφθονία και μια ταχύτητα εκπληκτικές –μόνο όμως σε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες προστασίας του εμβρύου και του παιδιού. Το παιδί πρέπει να οδηγείται, με ένα υπέρμετρο ξόδεμα αγάπης, τρυφερότητας και φροντίδας, στο να συγχωρήσει τους γονείς που το έφεραν στον κόσμο χωρίς να το ρωτήσουν ποιες είναι οι προθέσεις του, διαφορετικά, οι ορμές καταστροφής κινητοποιούνται αμέσως. Και, κατά βάθος, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό: διότι το βρέφος, αντίθετα με τον ενήλικα, είναι ακόμα πιο κοντά στο ατομικό μη-είναι, από το οποίο δεν έχει μακρύνει μέσω της εμπειρίας της ζωής. Το να γλιστρήσουν ξανά προς αυτό το μη-είναι, θα μπορούσε λοιπόν, για τα παιδιά, να συμβεί πολύ πιο γρήγορα. Η «ζωτική δύναμη» που αντιστέκεται στις δυσκολίες της ζωής δεν είναι επομένως πολύ ισχυρή κατά τη γέννηση: όπως φαίνεται, δεν ενισχύεται παρά μετά από μια σταδιακή ανοσοποίηση ενάντια στις φυσικές και ψυχικές προσβολές, μέσω μιας αντιμετώπισης και μιας παιδαγωγίας που διεξάγονται με τακτ. Σε συμφωνία με την καθοδική πορεία της καμπύλης νοσολογίας και θνησιμότητας της μέσης ηλικίας, η ορμή ζωής θα μπορούσε, στην ηλικία της ωριμότητας, να αντισταθμίσει τις τάσεις προς την αυτοκαταστροφή.
Εάν θελήσουμε να ταξινομήσουμε τις περιπτώσεις που ανάγονται σε αυτή την αιτιολογία στους «τύπους ασθενείας» που προσδιόρισε ο Φρόιντ τόσο νωρίς, αλλά με τόσο πλήρη τρόπο, θα πρέπει να τις κατατάξουμε, κατά προσέγγιση, στο σημείο μετάβασης μεταξύ των αμιγώς ενδογενών νευρώσεων και των εξωγενών νευρώσεων, δηλαδή των νευρώσεων ματαίωσης. Εκείνοι που χάνουν τόσο πρώιμα την όρεξη για ζωή εμφανίζονται να έχουν μια ανεπαρκή ικανότητα προσαρμογής, παρόμοια με εκείνους που, σύμφωνα με την ταξινόμηση του Φρόιντ, πάσχουν από μια εγγενή αδυναμία της ικανότητας για ζωή, με τη μόνη διαφορά ότι στις περιπτώσεις μας ο εγγενής χαρακτήρας της νοσηρής τάσης είναι προσποιητός λόγω της πρωιμότητας του τραύματος. Φυσικά, απομένει να φέρουμε εις πέρας το εξής καθήκον: να διαπιστώσουμε τις πιο λεπτές διαφορές ανάμεσα στη νευρωτική συμπτωματολογία των εξ αρχής κακοποιημένων παιδιών και εκείνη των παιδιών που τους φέρονται αρχικά με ενθουσιασμό, ακόμα και με παθιασμένη αγάπη, και που στη συνέχεια «τα παρατούν».
Εδώ τίθεται φυσικά το ερώτημα του εάν έχω κάτι να πω σχετικά με την αγωγή που θα ήταν κατάλληλη ειδικά γι’ αυτήν την κατηγορία ασθενών. Σε συμφωνία με τις απόπειρες μου για «ελαστικότητα»1 της αναλυτικής τεχνικής, που αναφέρω αλλού, σε αυτές τις περιπτώσεις μείωσης της ευχαρίστησης για ζωή, οδηγήθηκα, σιγά σιγά, στην υποχρέωση να μειώσω όλο και περισσότερο τις απαιτήσεις σχετικά με την ικανότητα εργασίας των ασθενών. Τελικά, επιβλήθηκε μια συνθήκη, που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο έτσι: Πρέπει για ένα διάστημα να αφεθεί ο ασθενής να κάνει ό,τι θέλει, σαν ένα παιδί, κάτι που δεν είναι χωρίς να εμφανίζει ομοιότητες με αυτή την «προετοιμασία για αγωγή» που η Άννα Φρόϊντ θεωρεί αναγκαία σε μια ανάλυση παιδιού. Με αυτή την ελευθερία κινήσεων (laisser faire), επιτρέπουμε σε αυτούς τους ασθενείς, κυριολεκτικά για πρώτη φορά, να απολαύσουν την ανευθυνότητα της παιδικής ηλικίας, κάτι που ισοδυναμεί με εισαγωγή θετικών παρορμήσεων ζωής, και λόγων για τη συνέχιση της ύπαρξης. Είναι μόνο σε δεύτερο χρόνο που μπορούμε να μπούμε, με σύνεση, σε αυτές τις απαιτήσεις ματαίωσης, που κατά τα άλλα χαρακτηρίζουν τις αναλύσεις μας. Όμως, φυσικά, η ανάλυση αυτή, όπως και κάθε ανάλυση, οφείλει και αυτή να τελειώσει με το σάρωμα των αντιστάσεων που αναπόφευκτα ξυπνά, και με την προσαρμογή στην πλούσια σε ματαιώσεις πραγματικότητα, η οποία όμως, οφείλουμε να ελπίζουμε, συμπληρώνεται από την ικανότητα να απολαμβάνουν την ευτυχία εκεί όπου πραγματικά τους δίδεται.
Μια κυρία, μονόπλευρα επηρεασμένη από την ψυχολογία του Εγώ, άλλωστε πολύ έξυπνη, καθώς μιλούσα για τη σημασία του να εισάγουμε «θετικές παρορμήσεις ζωής» δηλαδή τρυφερότητας προς τα παιδιά, μου έφερε αμέσως την εξής αντίρρηση: πώς μπορεί να συμβιβαστεί αυτό με τη σημασία που δίνει η ψυχανάλυση στη σεξουαλικότητα, για τη γένεση των νευρώσεων; Η απάντηση δεν ήταν δύσκολη: στη «Θεωρία του γενετήσιου»2 έφτασα να υποστηρίξω ότι οι ζωτικές εκδηλώσεις των πολύ μικρών παιδιών είναι σχεδόν αποκλειστικά λιβιδινικές (ερωτικές), αλλά ότι αυτός ο ερωτισμός, ακριβώς λόγω του αμφίβιου χαρακτήρα του, περνά απαρατήρητος. Είναι μόνο μετά από τη διαμόρφωση ενός ειδικού οργάνου του ερωτισμού που η σεξουαλικότητα παύει να είναι μη αναγνωρίσιμη και γίνεται αδιαμφισβήτητη. Η απάντηση αυτή απευθύνεται επίσης σε εκείνους που θα ήθελαν, δράττοντας την ευκαιρία αυτής της παρουσίασης, να επιτεθούν στη θεωρία του Φρόιντ για τις νευρώσεις, θεμελιωμένη στη θεωρία της λίμπιντο. Εξάλλου, σημείωσα ήδη ότι συχνά είναι μόνο οι μάχες της οιδιπόδειας σύγκρουσης και οι απαιτήσεις του γενετήσιου που επιτρέπουν να εμφανιστούν οι συνέπειες της πρόωρα αποκτημένης αηδίας για τη ζωή.
Μετάφραση : Νίκος Παυλάτος
«Ελαστικότητα της αναλυτικής τεχνικής» Άρθρο του 1927, αμετάφραστο στα ελληνικά.
Θάλασσα, δοκίμιο για μια θεωρία του γενετήσιου» Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2017.